fbpx

Νέο μωράκι στην οικογένεια – Πώς προετοιμάζω το μεγαλύτερο παιδί

Νέο μωράκι στην οικογένεια – Πώς προετοιμάζω το μεγαλύτερο παιδί

Νέο μωράκι στην οικογένεια – Πώς προετοιμάζω το μεγαλύτερο παιδί

Άρθρο της Φώνη Τζιτζιμίκα , Ψυχολόγος

Επισκεφτείτε το προφίλ

Ο ερχομός ενός νέου παιδιού στην οικογένεια είναι ένα ευτυχές γεγονός, που επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις ήδη υπάρχουσες ισορροπίες μεταξύ των μελών της, καθώς προκαλεί χαρούμενη αναστάτωση που συνοδεύεται από πρακτικές και συναισθηματικές δυσκολίες. Ο γονιός καλείται να διαθέσει χρόνο και φροντίδα τόσο για το νέο μέλος της οικογένειας που είναι πολύ ευάλωτο και πλήρως εξαρτημένο, όσο και για τον εαυτό του, αλλά και για το μεγαλύτερο παιδί που επιθυμεί και διεκδικεί όσα είχε συνηθίσει να απολαμβάνει.

Πώς βιώνει το μεγαλύτερο παιδί τον ερχομό του νέου παιδιού – Συναισθήματα και επακόλουθες αντιδράσεις

Το συναίσθημα που κυριαρχει στο μεγαλύτερο παιδί είναι η ζήλια, απόρροια της δυσκολίας του να μοιραστεί τους γονείς-την αποκλειστική αγάπη και προσοχή που απολάμβανε. Η αίσθηση ότι «εκθρονίζεται» από την πρωτοκαθεδρία στη σχέση μαζί τους εγείρει το φόβο ότι κινδυνεύει να αγαπιέται λιγότερο. Οι συναισθηματικές εναλλαγές που βιώνει συνίστανται σε άρνηση, θυμό ή νευρικότητα. Επικρατεί μια γενικευμένη αγωνία με αφορμή τις πιθανές «απώλειες» που συνεπάγεται η ανακατανομή των ρόλων. Την ίδια στιγμή τα συναισθήματα, θετικά και αρνητικά, βιώνονται πολύ έντονα τόσο για το γονιό όσο και για το παιδί

Συχνά η άρνηση του μεγαλύτερου παιδιού προς το νέο μέλος, παίρνει τη μορφή ανώριμων συμπεριφορών σε σχέση με την ηλικία του, γεγονός που περιγράφεται ως παλινδρόμηση. Η τάση αυτή αποτελεί έναν συμβολικό τρόπο για το παιδί να επιστρέψει στην μωρουδιακή κατάσταση, όπου η προσοχή και η φροντίδα των γονιών ήταν στραμμένη διαρκώς επάνω του. Συνεπώς, είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας του να ανταγωνιστεί τη θέση του μικρότερου, ελπίζοντας, ως πιο αδύναμο, να κερδίσει κάτι περισσότερο στη σχέση με τους γονείς, ακριβώς όπως και το μικρότερο αδερφάκι.

Συγκεκριμένα, η παλινδρόμηση μπορεί να εκφραστεί ως ξαφνική δυσκολία αναφορικά με τον αποχωρισμό από τους κηδεμόνες του κατά τη διάρκεια της μέρας, ως άρνηση να κοιμηθεί μόνο του ή ως δυσκολία στη σχέση του με το φαγητό (επιθυμία να ταϊστεί, άρνηση να φάει, ή τάση να τρώει περισσότερο). Άλλοτε, το παιδί που παλινδρομεί αναπτύσσει φόβους, διστακτικότητα ή ντροπαλότητα σε σχέση με κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, προκλητική ανυπακοή και δοκιμασία των ορίων που θέτουν οι γονείς, γκρίνια, ονυχοφαγία, επιστροφή σε πιπίλα ή μπιμπερό, νυχτερινή ενούρηση ή ατυχήματα σε σχέση με την τουαλέτα ενώ έχει κατακτηθεί η σχετική εκπαίδευση. Η εμφάνιση των παραπάνω συμπεριφορών που μπορεί να παρουσιαστούν εναλλακτικά, είναι πολυπαραγοντική και εξαρτάται από την ηλικία, τη συνθήκη, την ιδιοσυγκρασία του παιδιού αλλά και την ποιότητα της υπάρχουσας σχέσης με τους γονείς. Μπορεί επίσης να αποτελεί συνάρτηση της προσωπικότητας του γονιού ή των προγενέστερων τρόπων διαχείρισης προς το παιδί.

Προετοιμασία του παιδιού για τον ερχομό του μωρού

Η ποικιλία των συναισθημάτων και των αντιδράσεων που το παιδί εμφανίζει με αφορμή τη νέα κατάσταση καθιστούν αναγκαία την προετοιμασία του. Αρχικά, χρειάζεται να γνωρίζει όσο το δυνατόν περισσότερα για τις αλλαγές που θα προκύψουν: πώς θα είναι το μωράκι, ποιές θα είναι οι αρχικές ανάγκες και αντιδράσεις του, τί θα μπορεί και τί δεν θα μπορεί να κάνει (ύπνος-κλάμα-φαγητό-τουαλέτα), τί θα αλλάξει πρακτικά στην καθημερινότητα και συνεπώς ως προς την σχέση με τους γονείς.

Η εξήγηση σχετικά με το επικείμενο γεγονός, η περιγραφή των πιθανών αλλαγών αλλά και όποιων σχετικών λεπτομερείων, παρέχουν ένα πλαίσιο που καθησυχάζει την αγωνία για το άγνωστο και κάνει τα πράγματα να φαντάζουν περισσότερο διαχειρίσιμα. Οι γονείς χρειάζεται να είναι διαθέσιμοι στο να δώσουν απαντήσεις χωρίς να αποσιωπούν την κατάσταση αλλά και χωρίς να «βομβαρδίζουν» το παιδί με πληροφορίες. Απεναντίας, ακολουθούν το ρυθμό του παιδιού σχετικά με την ποσότητα και το είδος της πληροφορίας που χρειάζεται, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που εκείνο δίνει, μέσα από αντιδράσεις, σχόλια, συμπεριφορές, δικές του ή και τρίτων και μιλούν για την νέα κατάσταση και τα συναισθήματά του.

Όταν το μωράκι είναι πλέον ανάμεσά μας

Το μωράκι έχει αυξημένες ανάγκες, και αυτό αποτελεί την εξήγηση για την ιδιαίτερη μεταχείριση που δέχεται ως κάτι αναγκαίο. Παράλληλα, η επιβεβαίωση που παρέχουν οι γονείς στο μεγαλύτερο παιδί ότι δεν θα παραγκωνιστεί από τη σχέση και τις ιδιαίτερες φροντίδες που απολάμβανε, χρειάζεται να συνοδεύεται από τη σταδιακή διαθεσιμότητά τους, με τρόπο που θυμίζει το διάστημα πριν τη γέννηση του μωρού. Η δυνατότητα εμπλοκής του μεγαλύτερου παιδιού στην πρακτική φροντίδα του μωρού δίνει την ευκαιρία εξοικείωσης, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη των γονιών στις ικανότητες και τις προθέσεις του, όταν το προσεγγίζει.

Πώς χειριζόμαστε τις «λάθος συμπεριφορές»

  • Τυχόν «λάθος προσέγγιση» προς το βρέφος (να τραβήξει, χτυπήσει, φωνάξει, να αγκαλιάσει ασφυκτικά ή να προσεγγίσει άγαρμπα το μωρό), χρειάζεται να ερμηνεύεται θετικά, με διπλωματικό τρόπο, ώστε να έχει την ευκαιρία το παιδί να επανορθώσει άμεσα.
  • Η αναγνώριση των αρνητικών συναισθημάτων προς το αδερφάκι ως δικαιολογημένες και αναμενόμενες, αποφορτίζει την ένταση που βιώνει το μεγαλύτερο παιδί. Παράλληλα οι αλλεπάλληλες υποδείξεις ως προς το τι και πως πρέπει να φέρεται ή να αισθάνεται, αποφεύγονται ώστε να ενισχυθεί η θετική προοπτική στη μεταξύ τους σχέση.
  • Η εξήγηση ότι και το μωράκι έχει πολλούς λόγους να θαυμάζει το μεγαλύτερο παιδί καθώς θα ήθελε να κάνει όσα εκείνο μπορεί, διευρύνει την οπτική του παιδιού αναφορικά με τη ζήλια που βιώνει. Επισημαίνοντας τα πλεονεκτήματα της θέσης που κατέχει και των απολαβών που συνεπάγεται, παύει να αισθάνεται ότι μόνο εκείνο έχει λόγους να ζηλεύει.

Ο ρόλος του γονιού στη διαχείριση των συναισθημάτων του παιδιού

Συχνά οι γονείς δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν το συναίσθημα της ζήλιας στη συμπεριφορά του παιδιού, καθώς τείνουν να ερμηνεύουν την ύπαρξή της ως απόδειξη ανεπαρκούς χειρισμού. Συνεπώς διστάζουν να μιλήσουν ανοιχτά στο παιδί για τα συναισθήματά του, καθώς ανησυχούν ότι αν επιτρέψουν την έκφραση ενός αρνητικού συναισθήματος ανοίγουν «οι ασκοί του Αιόλου». Άλλωστε, η κρυφή πεποίθηση που διατηρούμε συχνά για όσα μας στενοχωρούν είναι πως «αν δεν μιλήσουμε γι΄αυτά, δεν υπάρχουν».

Ωστόσο, όταν ο γονιός δεν καταφέρνει να λειτουργήσει υποστηρικτικά προς το παιδί, αναγνωρίζοντας ως επιτρεπτά και αποδεκτά τα δύσκολα συναισθήματα που βιώνει, κινδυνεύουν να εδραιωθούν αισθήματα αναξιότητας και απόρριψης. Χάνεται η ευκαιρία να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και ανοιχτή επικοινωνία ως προς ανάγκες και τα συναισθήματα που βιώνει, με αρνητικό αντίκτυπο στην αυτοπεποίθησή του και στον τρόπο που σχετίζεται με τους συνομήλικους. Το παιδί μαθαίνει ότι όταν κάτι το δυσκολεύει πρέπει να το «κρύβει κάτω απ’ το χαλί», να το αρνείται, να προσποιείται ότι δε συμβαίνει. Μόνες διαθέσιμες επιλογές, η επιθετικότητα ή η απόσυρση.

Συνεπώς, η αποδοχή της ζήλιας ως φυσιολογικό και αναμενόμενο συναίσθημα, αφήνει χώρο για την έκφρασή της. Αντιμετωπίζοντάς την ως κάτι επιτρεπτό και διαχειρίσιμο, ο γονιός διατηρεί εικόνα της συναισθηματικής κατάστασης του παιδιού και των δυσκολιών που βιώνει, ώστε να συμβάλλει στη διαχείρισή τους. Παράλληλα, όσο εκείνος αντέχει την έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων τόσο και το παιδί μαθαίνει να τα αντιμετωπίζει ως κάτι ελέγξιμο και αποδεκτό, ώστε να μην γίνονται εμπόδιο στην καθημερινότητα, στις σχέσεις μέσα και έξω από την οικογένεια, στο πώς αισθάνεται για τον εαυτό του.

Ο γονιός λοιπόν είναι το «μυαλό» και η «γλώσσα» του παιδιού. Αναγνωρίζει το συναίσθημα του παιδιού πίσω από τις αντιδράσεις του, βάζει σε λόγια αυτό που το παιδί νιώθει και δεν μπορεί να εκφράσει. Η εξωτερίκευση του αρνητικού συναισθήματος δίνει στο παιδί την ευκαιρία να αποφορτιστεί. Παράλληλα, η λεκτικοποίησή του, ενισχύει το πέρασμα από τη δράση στην επεξεργασία. Παρέχοντας μια «ερμηνεία», βοηθάει το παιδί να μεταβεί από την αντίδραση στην κατανόηση, που συνιστά το νόημα αυτού που αποκαλούμε «επεξεργασία».